«Κολοσσιαίον και άρτιον το έργον»: Η κατασκευή της πρώτης μόνιμης δεξαμενής των...

«Κολοσσιαίον και άρτιον το έργον»: Η κατασκευή της πρώτης μόνιμης δεξαμενής των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά

8019
«Κολοσσιαίον και άρτιον το έργον»: Η κατασκευή της πρώτης μόνιμης δεξαμενής των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά

Στο τεύχος 15ης Απριλίου 1970, τα Ναυτικά Χρονικά πραγματοποίησαν ένα αφιέρωμα με αφορμή την εγκαινίαση της λειτουργίας της μόνιμης δεξαμενής των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, με τον δεξαμενισμό του τάνκερ «Mobil Astral», χωρητικότητας 102.000 dwt. Η επιτυχής εγκατάσταση της πρώτης μόνιμης δεξαμενής των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, χωρητικότητας 240.000 τόνων, αποτέλεσε ένα σημείο-σταθμό για τη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία της Ελλάδας και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες των ναυπηγείων. Τα Ναυτικά Χρονικά το χαρακτήρισαν ένα κολοσσιαίο έργο για την περίοδο, το οποίο κόστισε 10 εκατ. δολάρια και υπήρξε προϊόν σχεδιασμού σχεδόν δέκα ετών. Στις σελίδες των Ναυτικών Χρονικών, ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να βρει στοιχεία για την πορεία του σχεδιασμού και την κατασκευή της μόνιμης δεξαμενής.

Η επιθυμία της διοίκησης των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά για την επέκταση και την αναβάθμιση των υποδομών του ναυπηγείου ανιχνεύεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν στο τεύχος 1ης Μαΐου των Ναυτικών Χρονικών γίνεται γνωστή η απόφαση επέκτασης των ναυπηγείων, με την κατασκευή μιας μόνιμης δεξαμενής, η οποία θα μπορούσε να δεχτεί πλοία χωρητικότητας έως και 100.000 τόνων. Έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, η μελέτη και η κατασκευή του έργου κατοχυρώθηκε στην ολλανδική εταιρεία Royal Netherlands Harbour Works. Η χωρητικότητα αυτή αντιπροσώπευε το μέγεθος των μεγαλύτερων εμπορικών πλοίων που ταξίδευαν εκείνη την εποχή στα διεθνή ύδατα. Ωστόσο, η διεύθυνση των ναυπηγείων, καθώς προχωρούσε στον σχεδιασμό του έργου, θα διαπίστωνε ότι έπρεπε να αναπροσαρμόσει τις αρχικές της βλέψεις, εξαιτίας της τάσης να ναυπηγούνται ολοένα και μεγαλύτερα πλοία.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο επανασχεδιασμός της τελικής χωρητικότητας της δεξαμενής πέρασε από πολλά στάδια, κάτι που αντανακλάται και στις σελίδες των Ναυτικών Χρονικών της περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, στο τεύχος της 15ης Ιανουαρίου του περιοδικού, δημοσιεύτηκε αφιέρωμα στις μόνιμες δεξαμενές που χρησιμοποιούνταν στις ναυπηγικές βιομηχανίες ανά τον κόσμο, όπου εντοπίζεται αναφορά στην υπό σχεδιασμό τότε μόνιμη δεξαμενή των «Ελληνικών Ναυπηγείων». Το δημοσίευμα αναφέρει ότι πλέον σχεδιαζόταν η κατασκευή δεξαμενής χωρητικότητας 165.000 dwt με σκοπό να ανταποκρίνεται στο μέγεθος των μεγαλύτερων δεξαμενόπλοιων στον κόσμο εκείνη την περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη τροποποίηση δεν έμελλε να είναι και η τελευταία για τη μόνιμη δεξαμενή των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Στο τεύχος της 15ης Δεκεμβρίου 1967 εντοπίζεται αναφορά των Ναυτικών Χρονικών για την απόφαση των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά να αυξήσουν την τελική χωρητικότητα της δεξαμενής σε 250.000 τόνους. Μάλιστα, η απόφαση αυτή «υπαγορεύθηκε» και λόγω της συνεργασίας των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά με σημαντικό αριθμό ναυπηγείων του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Ιαπωνίας. Τα ναυπηγεία αυτά, τα οποία δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή γιγαντιαίων εμπορικών πλοίων, είχαν ως αποκλειστικούς αντιπροσώπους τα «Ελληνικά Ναυπηγεία» για την εκτέλεση επισκευών ή την προμήθεια ανταλλακτικών. Με βάση αυτή την απόφαση, η τελική χωρητικότητα της δεξαμενής ήταν ικανή να «εξυπηρετήσει τα μεγαθήρια των θαλασσών».

Όπως εύκολα καθίσταται σαφές, οι συνεχείς αλλαγές στον σχεδιασμό για τη χωρητικότητα που θα διέθετε τελικά η υπό κατασκευή δεξαμενή δυσχέραναν σε μεγάλο βαθμό το έργο αλλά και παρέτειναν τη συνολική διάρκειά του.

Το μεγαλύτερο έργο που αφορούσε την αναβάθμιση της ελληνικής ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας εκείνης της περιόδου μπήκε στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωσή του στα τέλη του 1969, με τα Ναυτικά Χρονικά να αναφέρουν ότι η παράδοση του έργου πραγματοποιήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1969. Η ολοκλήρωση της εγκατάστασης της δεξαμενής αναβάθμισε σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, τα οποία διέθεταν μέχρι τότε στις εγκαταστάσεις τους μόνο πλωτές δεξαμενές έως 80.000 τόνων.

Το μήκος της μόνιμης δεξαμενής ανερχόταν σε 335,2 μ., το πλάτος της σε 53,65 μ. και το βύθισμά της σε 9,25 μ. Τα Ναυτικά Χρονικά αναφέρουν ότι είχε τη δυνατότητα να δεχτεί πλοία χωρητικότητας μέχρι 240.000 dwt. Σε αυτό το χρονικό σημείο, η δεξαμενή εξυπηρετούνταν από έναν γερανό 100 τόνων και έναν ακόμα των 50 τόνων, με τα Ναυτικά Χρονικά να αναφέρουν ότι προβλεπόταν και η περαιτέρω επέκταση του εξοπλισμού ανύψωσης του ναυπηγείου. Μάλιστα, η νέα δεξαμενή ήταν εφικτό να αξιοποιηθεί τόσο για επισκευή πλοίων όσο και για τη ναυπήγησή τους μετά από κατάλληλες τροποποιήσεις.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το πρώτο πλοίο μεγάλης χωρητικότητας που «επισκέφθηκε» τη μόνιμη δεξαμενή των 240.000 τόνων υπήρξε το δεξαμενόπλοιο «MobilAstral», γεγονός που χαιρετίστηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από το περιοδικό στο τεύχος της 15ηςΑπριλίου 1970. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριοτου 1970, η μόνιμη δεξαμενή «υποδέχτηκε» το υπερμέγεθες δεξαμενόπλοιο «Έλενα», συνολικής χωρητικότητας 202.816 dwt.

Εντός των επόμενων ετών, η συγκεκριμένη δεξαμενή θα χρησιμοποιούνταν για ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα ναυπήγησης αλλά και επισκευής στην Ελλάδα. Ως τέτοια μπορούν να χαρακτηριστούν τόσο η ναυπήγηση του «Δάφνη», του Οίκου Λυκιαρδόπουλου, όσο και η εξαιρετικής δυσκολίας επισκευή του «Good Leader» του Οίκου Φράγκου.

Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στον δεξαμενισμό του «Mobil Astral» εδώ.

Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.

Ακολουθήστε τα Ναυτικά Χρονικά στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την ελληνική Nαυτιλία, τις Μεταφορές και το Διεθνές Εμπόριο.