
Η Διώρυγα του Σουέζ, το τεχνητό θαλάσσιο πέρασμα που συνδέει τη Μεσόγειο Θάλασσα με την Ερυθρά, αποτελεί από το έτος διάνοιξής της, το 1869, μία από τις πλέον κομβικές αρτηρίες της διεθνούς ναυτιλίας. Η στρατηγική της θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και η καθοριστική συμβολή της στη διακίνηση εμπορευμάτων καθιστούν τη λειτουργία της εξαιρετικά κρίσιμη για τη σταθερότητα και την αποδοτικότητα του θαλάσσιου εμπορίου.
Την περίοδο 1967-1975 καταγράφηκε η πλέον παρατεταμένη και επιζήμια διακοπή της λειτουργίας της. Μετά την έναρξη του Πολέμου των Έξι Ημερών, γνωστού και ως Αραβοϊσραηλινού, μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, οι αιγυπτιακές αρχές προχώρησαν στο ολικό κλείσιμο της διώρυγας. Δεκαπέντε πλοία, τα περισσότερα ευρωπαϊκών συμφερόντων, εγκλωβίστηκαν στη λίμνη Great Bitter Lake, που βρίσκεται στο μέσον περίπου της διώρυγας, όπου και παρέμειναν για οκτώ χρόνια. Τα πλοία αυτά θα έμεναν γνωστά στην ιστορία ως «Κίτρινος Στόλος» (Yellow Fleet) και αποτέλεσαν τα άτυπα σύμβολα της αδράνειας και της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε στη διεθνή ναυτιλία.
Εν μέσω αυτών των έντονων γεωπολιτικών εξελίξεων, αναδείχθηκε με εμφατικό τρόπο η εξάρτηση της διεθνούς ναυτιλίας και των μεταφορών από τη στενή αυτή λωρίδα θάλασσας. Πλοία κάθε τύπου αναγκάστηκαν να ακολουθούν τον χρονοβόρο και οικονομικά επιβαρυντικό περίπλου της Αφρικής, περνώντας από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Η επαναλειτουργία της διώρυγας το 1975 αποκατέστησε την ισορροπία στις θαλάσσιες μεταφορές και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την παγκόσμια ναυτιλία, σε μια εποχή που η διεθνής οικονομία βρισκόταν σε φάση έντονης ύφεσης.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την επαναλειτουργία της διώρυγας, τα Ναυτικά Χρονικά επιχειρούν να εξετάσουν τον αντίκτυπο εκείνης της ιστορικής περιόδου, φωτίζοντας τόσο τις διεθνείς εξελίξεις όσο και τις επιπτώσεις για την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, η οποία παρακολούθησε στενά τα τεκταινόμενα. Στο τεύχος της 15ης Σεπτεμβρίου 1974, όταν το άνοιγμα της διώρυγας βρισκόταν πλέον προ των πυλών, το περιοδικό, με ένα τετρασέλιδο αφιέρωμα, παρουσίασε αφενός τις συνέπειες από την οκταετή αδράνεια της διώρυγας και αφετέρου τις νέες προοπτικές που διαμορφώνονταν με τη διαφαινόμενη επαναλειτουργία της.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Nαυτικά Χρονικά (@naftikachronika)
Η πλέον άμεση επίπτωση από το κλείσιμο της διώρυγας υπήρξε ο εξαναγκασμός των πλοίων να κινούνται μόνο από το νότιο άκρο της αφρικανικής ηπείρου, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους, των ημερών ταξιδιού και της κατανάλωσης καυσίμου. Ταυτόχρονα, η απουσία του βασικού πλεονεκτήματος που προσφέρει η Διώρυγα του Σουέζ ‒η σύντμηση του χρόνου ταξιδιού‒ επηρέασε άμεσα την ταχύτητα ανακύκλωσης του στόλου και κατ’ επέκταση την απόδοση των ναυτιλιακών επενδύσεων. Η αδυναμία αξιοποίησης της διώρυγας σήμαινε λιγότερα δρομολόγια, υψηλότερα λειτουργικά έξοδα και αυξημένη πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν συνέπειες και στον σχεδιασμό νεότευκτων πλοίων. Όπως κατέγραψαν τα Ναυτικά Χρονικά, η αβεβαιότητα που προκάλεσε το «σφράγισμα» της διώρυγας συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση της ζήτησης για ταχύτερα πλοία μεγαλύτερης χωρητικότητας, ικανά να ανταποκρίνονται στα ταξίδια αυξημένων αποστάσεων. Αξίζει να σημειωθεί πως, μέχρι το 1967, μόλις ένα εμπορικό πλοίο ξεπερνούσε σε χωρητικότητα τους 200.000 τόνους. Το 1972, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, ο αριθμός είχε εκτοξευτεί στα 300, με τα πετρελαιοφόρα να διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο. Η αγορά των δεξαμενόπλοιων άλλαξε θεμελιωδώς, με τα VLCCs να κυριαρχούν, δημιουργώντας νέα δεδομένα στις θαλάσσιες μεταφορές πετρελαίου.
Η επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ το 1975 συνοδεύτηκε από διεθνή ανακούφιση, καθώς άνοιγε εκ νέου η συντομότερη και αποδοτικότερη θαλάσσια διαδρομή μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Η διώρυγα δεν επαναλειτουργούσε απλώς, αλλά επανεντασσόταν στον γεωπολιτικό και εμπορικό χάρτη, ως κρίσιμο εργαλείο σταθερότητας. Ωστόσο, αρκετοί ήταν εκείνοι που αντιμετώπιζαν τις νέες εξελίξεις με σκεπτικισμό. Σύμφωνα με τις σελίδες του περιοδικού, η διεθνής ναυτιλιακή κοινότητα παρακολουθούσε «με ελεγχόμενη αισιοδοξία την επανασύνδεση των εμπορικών θαλάσσιων δρόμων», αναμένοντας σταθερότητα σε μια περιοχή που έβριθε από γεωπολιτικές εντάσεις.
Σε εθνικό επίπεδο, η επαναλειτουργία της διώρυγας λειτούργησε ενισχυτικά. Οι προβλέψεις της εποχής για αναθέρμανση του εμπορίου από και προς τον Περσικό Κόλπο, μέσω της συντόμευσης της διαδρομής από τα 11.500 στα 3.900 ναυτικά μίλια, επιβεβαιώθηκαν. Σύμφωνα με το τεύχος της 15ης Ιανουαρίου 1976 των Ναυτικών Χρονικών, η μείωση των ναύλων στα ελληνικά εμπορεύματα, ελέω της σύντμησης του ταξιδιού, κατέστησε τα ελληνικά προϊόντα εξαιρετικά ανταγωνιστικά, διεισδύοντας με αυτόν τον τρόπο στις αραβικές αγορές.
Ταυτόχρονα, οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά τη διάνοιξη της διώρυγας τόνωσαν την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της χώρας με την Κίνα, ενώ παράλληλα δόθηκε ώθηση στην αγορά των φορτηγών πλοίων μικρότερης χωρητικότητας, έως 10.000 τόνων. Η εν λόγω αγορά, με επίκεντρο τον Πειραιά, μπορούσε με την επαναλειτουργία της διώρυγας να επεκτείνει την παρουσία της, πέρα από τη Μεσόγειο, σε «αχαρτογράφητα νερά» γι’ αυτήν, όπως η Ερυθρά Θάλασσα, ο Περσικός Κόλπος και ο Ινδικός Ωκεανός. Τέλος, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί η αναβάθμιση του Πειραιά από απλό τερματικό σταθμό σε κόμβο διεθνούς σημασίας. Ο λιμένας εξελίχθηκε σε στρατηγικό σημείο διασύνδεσης, αποκτώντας ρόλο ενδιάμεσου σταθμού σε θαλάσσιες διαδρομές όπως ήταν αυτή του Γιβραλτάρ-Μέσης Ανατολής.
Η επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ το 1975 σήμανε την αποκατάσταση μιας από τις σημαντικότερες αρτηρίες για τη διεθνή ναυτιλία. Οι επιπτώσεις από το πολυετές κλείσιμό της ήταν σημαντικές, τόσο σε λειτουργικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ενώ η επαναφορά της κανονικότητας δημιούργησε νέες ευκαιρίες για τον κλάδο. Πενήντα χρόνια μετά, η ιστορική αυτή εξέλιξη υπενθυμίζει τον καθοριστικό ρόλο της ναυτιλίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Τα Ναυτικά Χρονικά, μέσα από τις σελίδες τους, κατέγραψαν με ακρίβεια τις αλλαγές της εποχής και την ανταπόκριση της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας σε μία από τις πιο κρίσιμες καμπές της σύγχρονης ιστορίας του κλάδου.
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών του 1974 για τη διαφαινόμενη επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ εδώ.
ΝΧ
Συντακτική ομάδα Ναυτικών Χρονικών
Το κινεζικό ναυπηγείο Zhoushan Changhong International παρέδωσε στην MSC, την προηγούμενη εβδομάδα, το νεότευκτο πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων «MSC LEILA», μεταφορικής ικανότητας 11.480 TEUs. Το…
Με πλήρη επιτυχία ολοκλήρωσε τις θαλάσσιες δοκιμές του το πρώτο Aframax δεξαμενόπλοιο αιολικής πρόωσης. Ειδικότερα, όπως αναφέρει σε σχετική ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
Με ταχύτατους ρυθμούς συνεχίζεται η επέκταση του στόλου των πλοίων διπλού καυσίμου της Cosco, καθώς ο κινεζικός κολοσσός γιόρτασε πρόσφατα τα «βαφτίσια» ενός ακόμα…
Η ιαπωνική ναυτιλιακή κοινότητα συνεχίζει στον δρόμο της καινοτομίας, καταγράφοντας ένα νέο ορόσημο. Ειδικότερα, σύμφωνα με ανακοίνωση της Mitsui O.S.K. Lines, η εταιρεία τοποθέτησε…
Σε περίοδο ανοδικής πορείας φαίνεται να έχει εισέλθει η ναυλαγορά των υγραεριοφόρων. Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Fearnleys, οι ναύλοι των VLGCs μεταφορικής…
33% ετήσια αύξηση στα περιστατικά εγκατάλειψης πλοίων δείχνουν τα στοιχεία της International Transport Workers’ Federation (ITF). Αναλυτικότερα, μέχρι τον Μάιο του τρέχοντος έτους, είχαν…
Η DryDel Shipping ανακοίνωσε την Παρασκευή 30 Μαΐου την επιτυχή ονοματοδοσία και παραλαβή του δεύτερου νεότευκτου για το τρέχον έτος. Ειδικότερα, πρόκειται για το…
Παραγγελίες για την κατασκευή 600 πλοίων έχουν τοποθετηθεί εντός του 2025. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές (320) αφορούν πλοία άλλων τύπων και όχι bulk…
Ναυτικά Χρονικά | Gratia Publications
Λεωφόρος Συγγρού 132, ΤΚ 11745, Αθήνα
Τ: +30 2109222501
E: info@gratia.gr
Ιδιοκτησία: Gratia Εκδοτική ΙΚΕ