Καθώς η παγκόσμια οικονομία ταλανίζεται από τον πληθωρισμό και τις σκιές μιας επικείμενης οικονομικής ύφεσης, η πιθανότητα η κινεζική οικονομία να ανατρέψει την εν λόγω κατάσταση φαντάζει μικρή. Στον υπόλοιπο κόσμο, οι κεντρικές τράπεζες προβαίνουν σε αυξήσεις των επιτοκίων, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού, ενώ στην Κίνα τα επιτόκια μειώνονται.
Η εν λόγω κίνηση του Πεκίνου φαίνεται πως αποπειράται να ενισχύσει την κατανάλωση, η οποία βρίσκεται σε επιβράδυνση. Όμως, αναλυτές υποστηρίζουν ότι, πέραν του γεγονότος ότι στην Κίνα καταγράφεται πτώση της ζήτησης δανείων, οι καταναλωτές φοβούνται να ξοδέψουν τα κεφάλαιά τους.
Ο φόβος των καταναλωτών σχετίζεται με μία ακόμη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κίνα. Η σκληρή πολιτική του Πεκίνου έναντι της Covid-19 έχει ως απότοκο η Κίνα να μην έχει μάθει να «ζει» με την πανδημία. Συνεπώς, σε περίπτωση που καταγραφεί έξαρση κρουσμάτων σε μεγάλο μέρος της χώρας, η κινεζική οικονομία θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις. Εφόσον το Πεκίνο δεν αλλάξει στρατηγική ως προς την αντιμετώπιση των εξάρσεων των κρουσμάτων, οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να καταναλώνουν φειδωλά, καθώς φοβούνται να ξοδέψουν τα χρήματά τους και δυνητικά να βρεθούν σε κατ’ οίκον περιορισμό δίχως καθόλου χρήματα.
Παράλληλα, υπάρχουν και περιβαλλοντικές προκλήσεις που πονοκεφαλιάζουν το Πεκίνο. Η ξηρασία στον ποταμό Γιανγκτσέ ενδέχεται να επιμείνει έως και τον Σεπτέμβριο, γεγονός που προκαλεί ανησυχία για την ικανότητα εξασφάλισης των ενεργειακών αναγκών αλλά και των σοδειών.
Πηγή: DW, Reuters, CAN