Οι συγκρούσεις στην Ανατολική Ευρώπη ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με reefers, δεδομένου ότι η Ρωσία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο ως εξαγωγέας όσο και ως εισαγωγέας για την εν λόγω αγορά, όπως σημειώνει νέα ανάλυση της Drewry.
Την ίδια ώρα, ο οίκος αναλύσεων υπογραμμίζει ότι οποιαδήποτε μείωση της ζήτησης θα φέρει μια «ανακούφιση» στους ιδιοκτήτες των φορτίων, οι οποίοι εναγωνίως πασχίζουν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη χωρητικότητα στα πλοία.
Σύμφωνα με την Drewry, Ρωσία και Ουκρανία από κοινού αντιπροσωπεύουν το 4,5% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου προϊόντων με reefers. To 2021, η Ρωσία εισήγαγε 4 εκατ. τόνους φρούτων, εκ των οποίων το 40% ήταν μπανάνες από το Εκουαδόρ και ένα μικρότερο ποσοστό από την Κεντρική Αμερική. Η Drewry υπολογίζει ότι το 50% του όγκου μπανανών που εισάγει η Ρωσία καταφθάνει στη χώρα με containerships και ο όγκος αυτός, παραδοσιακά, είναι υψηλότερος το πρώτο μισό του έτους. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο αντίκτυπος ενδέχεται να είναι σφοδρός εάν το εμπόριο φρέσκων προϊόντων από τη δυτική ακτή της Νότιας Αμερικής επιβραδυνθεί. Παράλληλα, οι αγορές που βασίζονται στις εισαγωγές φρέσκων προϊόντων θα δουν τις τιμές να δέχονται έντονες πληθωριστικές πιέσεις.
H Βραζιλία, από την άλλη, αποτελεί σημαντικό τροφοδότη κρέατος της Ρωσίας, η οποία από τη μεριά της εξάγει ετησίως 1,4 εκατ. τόνους θαλασσινών που αλιεύονται στη Θάλασσα του Οχότσκ και εν συνεχεία μεταφορτώνονται σε reefer πλοία κυρίως ρωσικής σημαίας. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος ρωσικών θαλασσινών έχει προορισμό την Κίνα, ο αντίκτυπος στις εν λόγω ροές δεν θα είναι μεγάλος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, εκτός και αν το Πεκίνο αλλάξει στάση, τονίζει η Drewry.
Συνεπώς, οι επιδράσεις θα είναι ανάμεικτες, με τις εισαγωγικές ροές να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι εξαγωγικές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Μια παρατεταμένη κρίση αναμένεται να αλλάξει άρδην το trade pattern ευπαθών προϊόντων και ως εκ τούτου κάποιες αγορές ενδέχεται να επωφεληθούν.
Φωτό: dendoktoor/ Pixabay